ἀδάμαστα

ἀδάμαστα
ἀδάμαστος
unsubdued
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀδάμασθ' — ἀδάμαστα , ἀδάμαστος unsubdued neut nom/voc/acc pl ἀδάμαστε , ἀδάμαστος unsubdued masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάμαστ' — ἀδάμαστα , ἀδάμαστος unsubdued neut nom/voc/acc pl ἀδάμαστε , ἀδάμαστος unsubdued masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδάμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν (η)μερώθηκε, άγριος: Σε ορισμένες περιοχές της Γης υπάρχουν ακόμη αδάμαστα άλογα. 2. άκαμπτος, ακέραιος: Τον διακρίνει αδάμαστη θέληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”